- ὑποδηματορράφος
- ὑποδηματορράφοςshoemakermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποδηματορράφος — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόδημα, ὑποδήματος + ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ἱστιο ρράφος] … Dictionary of Greek
ὑποδηματορράφοις — ὑποδηματορράφος shoemaker masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδηματορράφου — ὑποδηματορράφος shoemaker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδηματορράφων — ὑποδηματορράφος shoemaker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)